οστρακιά

οστρακιά
(Ιατρ.). Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα, της ομάδας των καλούμενων εξανθηματικών νοσημάτων, εξαιτίας των χαρακτηριστικών δερματικών εξανθημάτων που τα συνοδεύουν. Είναι νόσος ενδημική στις περισσότερες περιοχές με εύκρατο κλίμα, αλλά παρουσιάζει εξάρσεις επιδημικού τύπου, με τη μεγαλύτερη συχνότητα κρουσμάτων κατά το φθινόπωρο και τον χειμώνα, η οποία είναι σχετική με τη συνάθροιση των μαθητών στα σχολεία. Κάθε ηλικία μπορεί να προσβληθεί από o., αλλά τη μεγαλύτερη ευπάθεια παρουσιάζει η ηλικία των τριών έως οκτώ ετών, ενώ τα νεογνά συνήθως δεν προσβάλλονται, γιατί έχουν προσωρινή ανοσία (μητρικά αντισώματα). Η νόσος οφείλεται σε έναν ειδικό τύπο στρεπτόκοκκου, που παράγει μια ερυθρογόνο τοξίνη. Από ορισμένους επιστήμονες υποστηρίζεται ο συνδυασμός του στρεπτόκοκκου με έναν υποθετικό διηθητό ιό. Η μεταδοτικότητα είναι μεγαλύτερη στην αρχική περίοδο της νόσου. Η ο. αρχίζει με υψηλό πυρετό, ο οποίος σύντομα ακολουθείται από την εμφάνιση του εξανθήματος, που πρώτα παρουσιάζεται στη ράχη και στον κορμό, ύστερα στο λαιμό και στο πρόσωπο, και συνίσταται αρχικά από μικρές, ζωηρού ερυθρού χρώματος κηλίδες, πολύ κοντά η μια στην άλλη, που γρήγορα αντικαθίστανται από έντονη, ομοιογενή και διάχυτη ερυθρότητα, η οποία εξαφανίζεται πρόσκαιρα αν πιέσουμε το δέρμα με το δάχτυλο. Το εξάνθημα είναι πιο έντονο στις πτυχές των μελών, ενώ απουσιάζει από την περιστοματική χώρα (σημείο Φιλάτωφ). Προσβάλλονται επίσης οι βλεννογόνοι (κυνάγχη και γλώσσα ερυθρά μοροειδής). Το εξάνθημα εξαφανίζεται ύστερα από 4-5 ημέρες και ακολουθεί τότε απολέπιση κατά πλάκες και πιτυρώδης. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου επιτυγχάνεται με τη χορήγηση πενικιλλίνης ή σουλφαμιδών.
* * *
η
ιατρ. λοιμώδες μεταδοτικό επιδημικό νόσημα χαρακτηριζόμενο από γενικευμένο ζωηρό κόκκινο εξάνθημα, από εξάνθημα στο στόμα και στον φάρυγγα και απολέπιση τής επιδερμίδας, ιδίως τών άκρων, κατά πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακο + κατάλ. -ιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οστρακιά — η μολυσματική αρρώστια που εκδηλώνεται με ερυθρό εξάνθημα, αλλ. σκαρλατίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀστράκια — ὀστράκιον shell fish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακίαν — ὀστρακίᾱν , ὀστρακίας a stone resembling an agate masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὀστρακίας a stone resembling an agate masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οστρακιώδης — ες αυτός που προσιδιάζει στην οστρακιά ή που έχει τα χαρακτηριστικά τής οστρακιάς («οστρακιώδες εξάνθημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οστρακιά + κατάλ. ώδης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • αστρακιά — η 1. η αρρώστια αστρακιά 2. στέγη με κεραμίδια και ασβέστη 3. μίγμα από ασβέστη και σκόνη ή μικρά κομμάτια από κεραμίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Για τη σημασία 1, αστρακιά < οστρακιά (με προληπτική αφομοίωση) < όστρακον. Για τις σημασίες 2 και 3 αστρακία …   Dictionary of Greek

  • γλωσσίτιδα — Φλεγμονή της γλώσσας. Μπορεί να προκληθεί από τραύμα (π.χ. από δόντια που προεξέχουν ανώμαλα ή είναι σπασμένα), επιμόλυνση, αβιταμίνωση, υποσιτισμό κλπ. Πολλές παθήσεις εσωτερικών οργάνων μπορούν να διαγνωστούν από αλλοιώσεις του βλεννογόνου της… …   Dictionary of Greek

  • ερύθημα — Κοκκίνισμα του δέρματος από τη διαστολή των αγγείων. Πολλές φορές εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως μόλις εμφανιστεί (π.χ. από συναίσθημα ντροπής ή οργής). Περισσότερο διαρκεί το φλεγμονώδες ε., που προκαλείται από χημικές ουσίες ή από φυσικούς… …   Dictionary of Greek

  • πολυαρθρίτιδα — Ταυτόχρονη ή διαδοχική φλεγμονή πολλών μαζί αρθρώσεων. Η π., τις πιο πολλές φορές εκδηλώνεται σαν σύμπτωμα των ρευματισμών, γιατί τα συμπτώματα της οξείας π. μοιάζουν με εκείνα των ρευματισμών. Μερικές φορές εκδηλώνεται συνδυασμένη με διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • σκαρλατίνα — η, Ν ιατρ. η λοιμώδης νόσος οστρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. scarlatina < μτγν. λατ. scarlata, scarlatum «κομμάτι υφάσματος»] …   Dictionary of Greek

  • τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”